- φαρνακείας
- φαρνακείᾱς , φαρνάκειοςof Pharnacesfem acc plφαρνακείᾱς , φαρνάκειοςof Pharnacesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.